- κρεάτωση
- ηιατρ. η όψη μυϊκής μάζας που παίρνει το πνευμονικό παρέγχυμα κατά τη χρόνια πνευμονική συμφόρηση τών καρδιοπαθών και κατά τη βρογχοπνευμονία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carnification < αγγλ. carnify (< carni- < λατ. carn- < λατ. caro, carnis «κρέας») + -fy (< λατ. ficare < λατ. -ficus λατ. facere)].
Dictionary of Greek. 2013.